- τσιφ
- και σιφ, το, Νάκλ. όρος τού διεθνούς εμπορίου ο οποίος δηλώνει ότι στην τιμή τών εμπορευμάτων που πωλήθηκαν και μεταφέρονται με πλοίο περιλαμβάνεται η αξία τους, η ασφάλεια και ο ναύλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. cif < C.I.F., αρκτικόλεξο από τις λ. cost, insurance, freight «αξία, ασφάλεια, ναύλος»].
Dictionary of Greek. 2013.